σύνθρονος

σύνθρονος
-η, -ο / σύνθρονος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που μοιράζεται τη βασιλική εξουσία με άλλον, που κάθεται στον ίδιο θρόνο με άλλον (α. «φρόνησις καὶ αἱ σύνθρονοι ταύτης ἀρεταί», Φίλ.
β. «Ἀντινόῳ συνθρόνῳ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ θεῶν», επιγρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το σύνθρονο(ν)
εκκλ. ονομασία τών καθισμάτων υπό μορφή βαθμίδων στην εσωτερική πλευρά τής κεντρικής κόγχης τού Ιερού Βήματος πίσω ακριβώς απο την Αγία Τράπεζα, όπου κάθονται οι πρεσβύτεροι
μσν.-αρχ.
(για τα πρόσ. τής Αγίας Τριάδας) συγκάθεδρος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θρόνος
(πρβλ. ὁμό-θρονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σύνθρονος — enthroned with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνθρονος — σύνθρονος , σύνθρονος enthroned with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθρόνου — σύνθρονος enthroned with masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθρόνους — σύνθρονος enthroned with masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθρόνων — σύνθρονος enthroned with masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθρόνῳ — σύνθρονος enthroned with masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθρονε — σύνθρονος enthroned with masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθρονοι — σύνθρονος enthroned with masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθρονον — σύνθρονος enthroned with masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθρονίζω — Α [σύνθρονος] (το παθ.) συνθρονίζομαι γίνομαι σύνθρονος, κάθομαι στον ίδιο θρόνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”